ὑσπλήγγιον

ὑσπλήγγιον
ὑσπλήγγιον
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • υσπλήγγιον — τὸ, Α [ὕσπλη(γ)ξ, η(γ)γος] σχοινί τυλιγμένο γύρω από άξονα που μπορεί να περιστραφεί, το οποίο, καθώς ξετυλίγεται, προσδίδει στον άξονα κινητήρια δύναμη …   Dictionary of Greek

  • ὑσπληγγίου — ὑσπλήγγιον neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑσπληγγίων — ὑσπλήγγιον neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ύσπληγξ — ηγγος, ἡ και σπάν. ὁ, ΜΑ, και δωρ. τ. ὕσπλαγξ, αγγος και ακος, και ὕσπληξ, ηγος, Α χοιροστάσιο αρχ. 1. οριζόντια τεντωμένο σχοινί στην αρχή τού σταδίου, το οποίο έπεφτε κατά την εκκίνηση τών αθλητών 2. όριο 3. σχοινί άγκυρας 4. συνεκδ. άγκυρα 5.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”